επιφυλάσσω — επιφυλάσσω, επιφύλαξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιφυλάσσω — επιφύλαξα, επιφυλάχτηκα, μτβ. 1. κρατώ κάτι φυλαγμένο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσω, το προετοιμάζω: Σου επιφυλάσσουν έκπληξη. 2. το μέσ., επιφυλάσσομαι έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή, έχω πρόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφυλάττετε — ἐπιφυλάσσω watch for pres imperat act 2nd pl (attic) ἐπιφυλάσσω watch for pres ind act 2nd pl (attic) ἐπιφυλάσσετε , ἐπιφυλάσσω watch for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλαττόντων — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc/neut gen pl (attic) ἐπιφυλάσσω watch for pres imperat act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάξαι — ἐπιφυλάσσω watch for aor inf act ἐπιφυλάξαῑ , ἐπιφυλάσσω watch for aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάττουσι — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιφυλάσσω watch for pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλαττέτω — ἐπιφυλάσσω watch for pres imperat act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάξαντες — ἐπιφυλάσσω watch for aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάσσοντες — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάσσων — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)